- πενταστάτηρος
- πεντα-στάτηρος, fünf στατῆρες schwer od. wert
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
πενταστάτηρος — ον, Α αυτός που έχει βάρος πέντε στατήρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + στατήρ, ῆρος (πρβλ. δεκα στάτηρος)] … Dictionary of Greek
πενταστάτηρον — πενταστάτηρος five masc/fem acc sg πενταστάτηρος five neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)